- ἀναγκαζόμενος
- ἀναγκάζωforcepres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ноужатисѧ — НОУЖА|ТИСѦ (1*), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. Прилагать усилия, стараться: иже нужаетсѧ бл҃годарити б҃а. за щюжа˫а блага˫а нѹдитьсѧ. и любити. ѥму и ѡ своихъ прилежати... да аще и молити за чюжа˫а. не за вѣрны˫а токмо. нъ и за невѣрны˫а повелѣни ѥсмъ. (ὁ…… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
CARVILIUS Spurius — I. CARVILIUS Spurius primus Romanorum, solâ infecunditate obiectâ, uxorem repudiavit. Dionys. Halicarn. l. 2. Σπούριος Καρουΐλιος ἀνὴς οὐκ ἀφανὴς πρῶτος λέγεται ἀπολῦσαι την` γυναῖκα, ἀναγκαζόμενος ὑπὸ τῶ Τιμητῶν ὀμόσαι τέκνων ἕνεκα γυναικὶ μὴ… … Hofmann J. Lexicon universale
αεκαζόμενος — ἀεκαζόμενος, η, ον (Α) μετοχικός τ. τού ἀέκων, κατά το αναγκαζόμενος (βλ. συνηρ. άκων) … Dictionary of Greek
παραγωγή — Η ενέργεια του παράγω. Λέγεται επίσης και η νοητική διαδικασία κατά την οποία από μια ή περισσότερες κρίσεις (προτάσεις) φτάνουμε σε ένα συμπέρασμα ή, γενικότερα, συλλογισμό που από το γενικό οδηγεί στο μερικό. Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης … Dictionary of Greek
περικαταλαμβάνω — Α 1. περιβάλλω, περικλείω από παντού 2. καταφθάνω, προφταίνω («πολλοὶ δὲ περικαταληφθέντες ὑπὸ τῆς φλογὸς κατεπρήσθησαν», Πολ.) 3. παθ. περικαταλαμβάνομαι αναγκάζομαι («περικαταλαμβανόμενος τοῑς καιροῑς» αναγκαζόμενος από τις περιστάσεις, Πολ.) 4 … Dictionary of Greek
u̯ek̂- — u̯ek̂ English meaning: to wish Deutsche Übersetzung: “wollen, wũnschen” Material: O.Ind. vás mi, váṣṭi, us mási, Av. vasǝmī, usǝ̄ mahī “wollen, wish”, participle O.Ind. usánt , f. usatī “willing”, Av. an usant , usaitī… … Proto-Indo-European etymological dictionary